Ποτέ στην ιστορία μία οικονομία δεν ξεπέρασε οξείες δημοσιονομικές κρίσεις χωρίς να ενισχύσει τους παραγωγικούς της μηχανισμούς και να τονώσει την εξωστρέφειά της.
Σοβαρές κρίσεις υψηλών δημοσίων χρεών γνωρίζουν όλες οι αναπτυγμένες οικονομίες, με πρώτη την αμερικανική. Στις ΗΠΑ, το δημόσιο χρέος πλησιάζει το 200% του ΑΕΠ της χώρας και είναι ίσως το υψηλότερο στον κόσμο. Όμως, αν η παγκόσμια οικονομία εισέλθει σε φάση ανάκαμψης, η αμερικανική οικονομία έχει τέτοιο παραγωγικό δυναμισμό που θα μπορούσε να κατεβάσει το χρέος της στο 80% μέσα σε μία διετία, παρά τη στρατιωτική της παρουσία στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.
Πολύ υψηλό χρέος έχει και η Ιρλανδία. Όμως, πέρα από την αυστηρή δημοσιονομική της διαχείριση, η χώρα αυτή το 2009 δέχτηκε 1,4 δις ευρώ ξένες άμεσες επενδύσεις και το 2010 αναμένει άλλα 1,2 δις ευρώ –με βάση τα μέχρι σήμερα στοιχεία του Ιρλανδικού Οργανισμού Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Όσοι λοιπόν ειρωνεύονται τις ιρλανδικές επιδόσεις του παρελθόντος, είτε το κάνουν από πρόθεση είτε είναι άσχετοι με την πραγματικότητα.
Το ερώτημα που πρέπει λοιπόν να απαντηθεί είναι τι μπορεί να γίνει στην Ελλάδα, ώστε η χώρα να ξεπεράσει τη συνολική της κρίση με τις λιγότερες –κοινωνικές, κυρίως– ζημιές. Θα πρέπει ευθύς εξ’ αρχής να τονιστεί ότι η μάχη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να κερδηθεί υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Στο επίπεδο αυτό, όμως, τα πράγματα δυσκολεύουν.
Διότι, πέρα από το υπέρογκο δημόσιο χρέος της, η Ελλάδα έχει πρόβλημα χρέους και στον ιδιωτικό τομέα. Ένα χρέος που οφείλεται στην έλλειψη οικονομικού δυναμισμού.
Συγκεκριμένα, τα τελευταία χρόνια η χώρα γνώρισε ένα χαώδες έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο που έφθασε το 15% του ΑΕΠ –μακράν το μεγαλύτερο παγκοσμίως. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται μόνον αν ανέλθει δραστικά η ανταγωνιστικότητα της παραγωγικής διαδικασίας, πράγμα επίπονο και σταδιακό. Η ανάγκη αυτή δημιουργεί και προβληματισμούς. Διότι, πώς μπορεί να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα και ο δυναμισμός της οικονομίας; Με δραστική θεραπευτική αγωγή ή με ήπια θεραπευτικά μέσα;
Συμμεριζόμενος απόψεις που διαπιστώνονται από πολλές πλευρές, φρονώ ότι η ήπια προσαρμογή είναι η πλέον ενδεδειγμένη λύση στην παρούσα φάση. Όπως επεσήμανε προσφάτως και ο πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, καθηγητής κ. Νίκος Χριστοδουλάκης, καλό είναι να θυμηθούμε ότι στη χώρα μας τίποτα δεν βελτιώνεται σε συνθήκες εργασιακής λιτότητας και επενδυτικής άπνοιας. Πολύ περισσότερο, όταν διανύουμε μία μεγάλη διεθνή κρίση και, με νέα μέτρα ύφεσης, θα κινδυνεύσουμε να εγκλωβιστούμε σε καθίζηση της ζήτησης και σε παρατεταμένη ανεργία, που θα κλονίσουν περαιτέρω την επιχειρηματικότητα και θα έχουν ανυπολόγιστες συνέπειες στην εύθραυστη κοινωνική συνοχή.
Το ζητούμενο, συνεπώς, είναι η επινόηση και υλοποίηση μέτρων, τα οποία δεν παροξύνουν την ύφεση, δεν μειώνουν τη ζήτηση, δεν αυξάνουν τα ελλείμματα, βοηθούν την ανάπτυξη, ευνοούν τις επενδύσεις και μειώνουν το χρέος. Αν και φαινομενικά οι απαιτήσεις αυτές δείχνουν αντιφατικές, πιστεύω πως υπάρχουν ακόμα αρκετές πολιτικές πολλαπλών στοχεύσεων και αμέσου εφαρμογής, όπως οι εξής, για παράδειγμα:
*Αναβολή της εθνικής δαπάνης στο ΕΣΠΑ: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ανακοινώσει εδώ και έξι μήνες ότι, λόγω της κρίσης, οι χώρες συνοχής, μεταξύ των οποίων και η δική μας, δεν χρειάζεται φέτος και του χρόνου να καταβάλουν την εθνική συμμετοχή στα έργα του ΕΣΠΑ, η οποία ανέρχεται περίπου στα 4 δις ευρώ ετησίως. Αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη δυνατή χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών και κάνει απολύτως εφικτή τη χρηματοδότηση αναπτυξιακών πρωτοβουλιών, τόσο για την έξοδο από την κρίση όσο και για την αναβάθμιση της ανταγωνιστικής ικανότητας της χώρας.
*Ενοποίηση εισπρακτικών μηχανισμών: Σήμερα, ο ιδιοκτήτης μιας μικρής επιχείρησης έχει τέσσερις υποχρεώσεις καταβολής πληρωμών: ΦΠΑ, προκαταβολή φόρου, ασφαλιστικές εισφορές στο δικό του Ταμείο και ασφαλιστικές εισφορές στο ΙΚΑ για τους εργαζομένους. Το κόστος και η γραφειοκρατία είναι πολύ μεγάλα και σ’ όλα υπάρχει μεγάλος βαθμός διαρροής και υπεξαίρεσης. Οι ανείσπρακτες εισφορές υπολογίζονται στα 2 δις ευρώ ετησίως και η ενοποίηση των εισπρακτικών μηχανισμών θα διέσωζε πολλά ασφαλιστικά Ταμεία από τον κίνδυνο κατάρρευσης. Από την άλλη μεριά, μία τέτοια πρωτοβουλία θα ήταν ενισχυτική και της νέας επιχειρηματικότητας, την οποία τόσο έχει ανάγκη η χώρα.
*Αναδιάρθρωση των αγορών: Άνοιγμα αγορών, αποκρατικοποιήσεις σε τομείς που δεν έχουν στρατηγική σημασία για το Δημόσιο (όπως ο ΟΠΑΠ), απαγόρευση των εθελουσίων εξόδων και άνοιγμα επαγγελμάτων σε τομείς που επιβαρύνουν δυσανάλογα με άλλες χώρες την παραγωγική διαδικασία (όπως οι χερσαίες μεταφορές). Από τις μετοχοποιήσεις και τη χορήγηση νέων επαγγελματικών αδειών, θα αντληθούν μη φορολογικά έσοδα –τα οποία όχι μόνον δεν θα πλήξουν τη ζήτηση σε περίοδο κρίσης, αλλά και θα δημιουργήσουν νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες και υγιή φορολογικά έσοδα στο άμεσο μέλλον.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο δρόμος εξόδου από την κρίση απαιτεί πρωτοβουλίες και συντονισμό εδώ και τώρα, για να είναι το 2010 μία θετική και μεταρρυθμιστική χρονιά.
Μιχάλης Παγίδας
Πηγή: ΕΑΣΕ
No comments:
Post a Comment